- ακατάπτωτος
- -η, -οαυτός που δεν κατάπεσε ή δεν κινδυνεύει να καταπέσει: Το φρόνημά τους έμενε πάντα ακατάπτωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατάπτωτος — η, ο (Α ἀκατάπτωτος, ον) [καταπίπτω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία να περιπέσει σε ανυποληψία) μσν. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει … Dictionary of Greek
ἀκατάπτωτον — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem acc sg ἀκατάπτωτος not liable to fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπτώτου — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάπτωτοι — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)